- ἀλάτα
- ἀλά̱τᾱ , ἀλήτηςwanderermasc nom/voc/acc dual (doric)ἀλά̱τᾱ , ἀλήτηςwanderermasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλατα — ἅλας salt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειοθειικά άλατα — Άλατα του θειοθειικού οξέος H2S2O3. Είναι γνωστά κυρίως τα θ.ά. των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών που είναι ευδιάλυτα στο νερό. Τα θ.ά., σε αντίθεση με το θειοθειικό οξύ, είναι σταθερά σε συνήθη θερμοκρασία, αλλά με θέρμανση διασπώνται σε… … Dictionary of Greek
θειικά άλατα — Άλατα ουδέτερα και όξινα, που προκύπτουν από το θειικό οξύ. Βλ. λ. θείο … Dictionary of Greek
βροντώδη άλατα — Σειρά μεταλλικών αλάτων του βροντώδους οξέος (HON=C). Είναι γενικά εκρηκτικά σώματα (αποσυντίθενται απότομα με θέρμανση ή κρούση) και χρησιμοποιούνται ως εναύσματα σε ισχυρά εκρηκτικά. Από τα άλατα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο… … Dictionary of Greek
διαζωνίου, άλατα — Ομάδα διαζωνιακών ενώσεων ιδιαίτερης σημασίας, που χρησιμοποιούνται ως αρχικές ουσίες για την παρασκευή πολυάριθμων προϊόντων. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των ενώσεων αυτών αποδεικνύουν τον χαρακτήρα τους ως ιοντικών αλάτων: είναι αδιάλυτα στους … Dictionary of Greek
δισανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία μόνο ένα άτομο υδρογόνου έχει αντικατασταθεί από ένα σθένος ενός μετάλλου. Είναι άλατα που εμφανίζουν αστάθεια στη θερμότητα· όταν θερμανθούν μετατρέπονται σε ανθρακικά. Το δισανθρακικό νάτριο (όξινο… … Dictionary of Greek
ανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία και τα δύο άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από μέταλλο. Στη φύση βρίσκονται ως ορυκτά και αποτελούν κάποτε σημαντικά στρώματα. Μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους· ένας τρόπος παρασκευής… … Dictionary of Greek
ἅλατ' — ἅλατα , ἅλας salt neut nom/voc/acc pl ἅλατι , ἅλας salt neut dat sg ἅλατε , ἅλας salt neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)